Λίγα λόγια από τον βίο ενός μοναχοῦ ἀμόναχου, τάχα καί ἱερομόναχου…
Πού δέν εἶχε προορατικό χάρισμα,
οὔτε ἔλεγε τά μέλλοντα συμβαίνειν πού αρέσκεται ο κόσμος ν΄ ακούει σήμερα...
Πού δέν ἔκανε θαύματα,
οὔτε τάιζε τσακάλια καί ἀλεποῦδες.
Πού δέν εἶχε φήμη «καθώς πρέπει» μοναχοῦ, οὔτε ἐγκώμια καί ἐπισκέπτες περίεργους καί εὐσεβεῖς...
Πού δέν εἶχε κατά νοῦ νά σώσει τόν κόσμο, οὔτε ἔκανε κηρύγματα και ὁμιλίες γιά ὑψηλές, θεωρίες καί κτιστά φῶτα καί ἄκτιστα.
Πού δέν εἶχε γνώση καί γνώμη γιά τά πάντα ώς "ξερόλας", κι΄ακόμη πού δέν ἔκρινε καί κατέκρινε κανέναν.
Πού δέν ἔκανε χρήση τοῦ εὐσεβισμοῦ, οὔτε γνώριζε τί ἦταν αυτό.
Πού δέν ἐφημίζετο, οὔτε καί αὐτοδιαφημίζετο....
Δέν…
Δέν…
Δέν…
Οὔτε…
Οὔτε…
Οὔτε…
Εἶχε ὅμως κάτι ὁλοκληρωτικά ἀπαραίτητο καί σωτήριο πού δεν τό βρίσκεις εύκολα σήμερα ούτε και στούς παπάδες τής Μητρόπολής σου καί της Ενορίας σου...
Είχε δηλαδή επάνω του τό αρχαίο "γνώθι σ΄αυτόν" καί μία πραγματική, καί εν Θεώ ΜΕΤΑΝΟΙΑ !
Γνώριζε τήν «ἀνομία" του, καί ωσαύτως ἡ ἁμαρτία του ἦταν ἐνώπιόν του διά παντός...
Ἦταν ἁπλός, ἀνεπιτήδευτος, προσηνῆς, γλυκύς, ἐξυπηρετικός, παρηγορητικός, ἀμνησίκακος, δέν κρατοῦσε κακία σέ κανέναν, οὔτε καί σ’ αὐτούς πού τόν χρησιμοποίησαν καί ἐκμεταλλεύτηκαν τήν ἁπλότητα καί ἀγαθότητά του ἔσωθεν καί ἔξωθεν τοῦ Αγίου Ὄρους γιά νά πλήξουν τόν μοναχισμό. Θά λέγαμε συνοπτικά ότι εἶχε πάνω του κάτι από τοῦ μετανοοῦντος Ὁσίου το συναίσθημα καί κάτι από τήν ἀκακία τοῦ νηπίου.
Μιλοῦσε μόνον ὅταν τόν ρωτοῦσες, γιά τήν ζωή του καί τά λάθη του, γιά τίς ἀστοχίες καί τίς ἀποτυχίες του.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
«Λύπησα πολύ τό Χριστό καί τήν Παναγία μας, μά δέν ἀπελπίζομαι. Πιστεύω στή μεσιτεία της. Μεγάλη ἡ μετάνοια. Θά μέ λυπηθεῖ ή μάνα μου ἡ Παναγιά, τό κουμάντο τοῦ τόπου μας, θά μέ περάσει γιά γουρούνι τοῦ περιβολιοῦ της καί θά μέ ὑποστηρίξει στό κριτήριο τοῦ Υἱοῦ της».
Τόλμησα καί τόν ρώτησα ἐνώπιον μιᾶς ὁμάδας φοιτητῶν καί μοναχῶν, πού μέ ἀκολουθοῦσαν στήν ἐπίσκεψή μου στόν Γέροντα:
---«Γιατί γουρούνι Γέροντα;»
---«Ἄ, δέν τό ξέρεις; Στό Ἰβήρων, μιά φορά στά κτητορικά κάποιοι πατέρες τό παράκαναν καί ἤπιαν λίγο παραπάνω στήν Τράπεζα καί φεύγοντας στή συνέχεια γιά τά Κελλιά τους μπερδεύτηκαν στό δρόμο καί ἔπεσαν στό ρέμα ἀπό ὅπου δέν μποροῦσαν νά βγοῦν μέσα ἀπό τό βοῦρκο καί ἑπόμενο ἦταν νά πνιγοῦν.
Ὅμως ἡ Κυρία τοῦ τόπου ἐμφανίζεται στόν Πορτάρη λέγοντάς του· “σήκω γρήγορα καί στεῖλε ἀνθρώπους πιό πάνω στό ρέμα, διότι τά γουρουνάκια μου ἔχουν πέσει μέσα καί κοντεύουν νά πνιγοῦν”.
Αὐτοῦ ἐλπίζω καί ἐγώ γιά τή σωτηρία μου.
Ἀνεπανάληπτος ὁ παππούς, γνήσιος μοναχός, παραδοσιακός, φέρων στούς ὤμους του γνήσια τήν σήμερα κακοποιημένη παράδοση τῆς Ορθοδοξίας μας.
Τά λόγια του θύμιζαν Γεροντικό. Γι’ αὐτό πάντοτε, ὅταν ἔμπαινα στό Ὄρος μέ φοιτητάς καί νέους ἀνθρώπους τόν ἐπισκεπτόμεθα καί μετά τήν προσκύνησή μας στά σεβάσματα τοῦ Ἱεροῦ Κελλίου του, καθόμασταν στήν καταπληκτική σέ θέα ἀπλωταριά καί προκαλώντας την συζήτηση μᾶς ἄρχιζε τίς διηγήσεις του γιά τόν ἱερό τόπο, γιά τήν Παναγία Μητέρα μας, γιά τούς ὁσίους Πατέρες, γιά τούς παλιούς γεροντάδες, γιά τήν μετάνοια, γιά ὅσα ἔζησε 70 χρόνια στό Περιβόλι Της, τόν κατεξοχήν αὐτόν ἱερό τόπο τῆς προσευχῆς καί τῆς μετανοίας.
Οἱ ἀκροατές του ἔμεναν κατάπληκτοι γιά τό ἀφτιασίδωτο τῶν λόγων του καθώς δέν εἴχε σαβουάρ βίβρ.
Καί ὅταν τελειώναμε τοῦ φιλούσαμε τό χέρι καί μᾶς κατευόδωνε μέ εὐχές ἀτέλειωτες.
Φεύγαμε πολύ ἀναπαυμένοι, αἰσιόδοξοι καί θαρροῦντες Θεομητορικής ελπίδος για την Βασιλεία του Θεού. Φθάνοντες στόν κατάλυμά μας ἀνοίγε ὅποιος εἶχε κάποιο βιβλίο ἀπό τούς Πατέρες καί διαβάζαμε τά ἀνεπανάληπτα κείμενά τους, φωτισμένα διά τῆς πνοῆς τοῦ Παρακλήτου, τῆς θεωρίας καί τῆς πράξεως καί ἀναπαυόμασταν διπλά ὅταν αὐτά πού διαβάζαμε τά εἴχαμε πρίν λίγο δεῖ καί ἀκούσει στήν πράξη από τον γέροντα...
Τό τέλος τοῦ Γέροντα ὅσιακό, χαρούμενο, ἀναμενόμενο ἀπ’ αὐτόν.
Ἐφοδιασμένος μέ τά μυστήρια τῆς διά βίου μετανοίας, τοῦ ἱεροῦ Εὐχελαίου καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἄρχισε νά βλέπει φῶς καί τούς ἁγίους ἀγγέλους.
Αὐτή ἡ θεωρία τόν ἔκανε ἔμπλεο χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως.
Φώναξε τόν ὑποτακτικό του καί τόν εὐχήθηκε καί παρέδωσε τήν ὁσία ψυχή του εἰς Ἐκεῖνον, πού ἐκ νεανικῆς ἡλικίας ἀφιερώθηκε.
Ἡ κηδεία του ἁπλή, ἀπέρριτος, ἀθόρυβος, ὅπως συνηθίζεται στόν ἱερό τόπο τοῦ Ἄθωνος.
Ὁ ἐνταφιασμός του πίσω ἀπό τό ἱερό τοῦ νεοανεγερθέντος ναοῦ, τοῦ εἰς τό αὐτό κελλίον τελευτήσαντος ἱεροῦ διδασκάλου καί ὁσίου πατρός Νικοδήμου τοῦ Ναξίου. Ἀπό τήν πάγκαλον αὐτήν θέαν τοῦ τάφου του ἀτενίζει τήν ἀνατολή, ἀναμένων τήν κοινή ἀνάσταση, μιάς καί ὁ Κύριος κατά τίς ἀψευδεῖς ἐπαγγελίες Του, ἐξ ἀνατολῶν θά ἔλθη κατά τήν Δευτέραν Παρουσίαν του.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη Γέροντα Νικόδημε….
Νά λές καί γιά μᾶς καμιά λέξη ἱκεσίας στόν Κύριο καί τήν Κυρία Θεοτόκο.
Καλήν ἀντάμωσιν εἰς τήν χώραν τῶν ζώντων.
*******************
Διαβάζουμε στούς Πατέρας.Ἀββᾶς Ἀπολλώς
Ἤτανε κάποιος ἀδελφός πολύ φημισμένος, πού τον πείραξε δυνατά ὁ δαίμονας τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Πήγε λοιπόν σέ ἕνα Γέροντα Πνευματικό καί τοῦ ἐξαγορεύθηκε τούς λογισμούς του.
Ἐκεῖνος μόλις τόν ἄκουσε, μη ξέροντας καλά τό ἔργο του, ἀγρίεψε καί ἔλεγε τό μοναχό ἄθλιο καί ἀνάξιο γιά τό μοναχικό σχῆμα ἀφοῦ δέχτηκε τέτοιους λογισμούς.
Ὅταν ἄκουσε αὐτά ο αδελφός ἀπελπίστηκε, ἄφησε τόν τόπο του καί πήρε τόν δρόμο νά ἐπιστρέψει στόν κόσμο.
Κατ’ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τόν συναντᾶ ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς, ὁ πιό σεβάσμιος μεταξύ τῶν Γερόντων. Ὅταν τόν εἶδε ταραγμένο καί πάρα πολύ σκυθρωπό, τόν ρώτησε:
“Παιδί μου, ποιά εἶναι ἡ αἰτία τῆς τόσης λύπης;”.
Αὐτός στήν ἀρχή ἀπό τήν πολλή ἀπογοήτευση δέν ἀποκρίθηκε.
Κατόπιν ὅμως, ἀφού τόν παρακάλεσε πολύ ὁ Ἀπολλώς, εἶπε τά βάσανα του:
“Τί νά σοῦ πῶ, Γέροντα μου. Μέ πειράζουν λογισμοί πολλές φορές σιχαμεροί καί ἐπιθυμίες κακές. Πῆγα λοιπόν καί τούς εἶπα στόν τάδε Γέροντα, και ὅπως μοῦ εἶπε, δέν ἔχω ἐλπίδα σωτηρίας. Ἀπελπίστηκα λοιπόν και πηγαίνω στον κόσμο. Ὅταν τ’ άκουσε αὐτά ὁ πατήρ Ἀπολλώς, τοῦ εἶπε πολλά παρηγορητικά λόγια καί συμβούλευε τόν ἀδελφό λέγοντας: “Μή σοῦ φαίνεται παράξενο, παιδί μου, καί μήν ἀπελπίζεσαι. Γιατί κί ἐγῶ σέ τέτοια ἡλικία πού βρίσκομαι μέ ἄσπρα μαλλιά, πολύ ἐνοχλοῦμαι ἀπό αὐτούς τούς λογισμούς . Μή χάνεις τό θᾶρρος σου γιά τό πύρωμα αὐτό τοῦ σώματος, αὐτό δέ θεραπεύεται τόσο μέ τήν ἀνθρώπινη ἐπιμέλεια, ὅσο μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη, γιά μίαν ἡμέρα μονάχα, νά ξαναγυρίσεις στό Κελλί σου”.
Ἔτσι ἔκανε ὁ ἀδελφός.
Ἔφυγε κί ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς καί πῆγε στό κελλί τοῦ Γέροντα πού εἴχε ἀπελπίσει τὀν ἀδελφό.
Καί ἀφοῦ στάθηκε ἔξω, παρακάλεσε μέ δάκρυα τό Θεό, λέγοντας: “Κύριε, Σύ πού στέλνεις τούς πειρασμούς γιά τό συμφέρον μας, γύρισε τόν πόλεμο πού δοκίμασε ὁ ἀδελφός, σ’ αὐτόν τόν Γέροντα, γιά νά μάθει τώρα στά γηρατειά του μέ τήν πείρα, ὅσα δέν ἔμαθε τόσα χρόνια, γιά νά συμπάσχει καί νά συμπονᾶ ἐκείνους πού πολεμοῦνται”.
Μόλις τελείωσε τήν προσευχή, βλέπει ἕναν μαύρο νά στέκεται κοντά στό κελλί καί νά ρίχνει βέλη ἐναντίον τοῦ Γέροντα, ἀπό τά ὀποία αὐτός χτυπήθηκε καί ἀμέσως ἄρχισε νά στριφογυρνᾶ μέσα στό κελλί του.
Κί ἐπειδή δέν μποροῦσε πλέον νά ὑποφέρει μέσα στό κελλί του, βγήκε ἔξω καί τράβηξε κατά τόν κόσμο πάνω στόν ἴδιο δρόμο πού εἴχε πάει νωρίτερα καί ὁ ἄλλος αδελφός.
Ὁ ἀββάς Ἀπολλώς ἐννόησε τό συμβᾶν καί τόν συνάντησε καί τοῦ εἶπε:
“Ποῦ πηγαίνεις; Καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία τῆς ταραχῆς πού σέ κατέχει;”.
Ἐννόησε αὐτός ὅτι φανερώθηκε τό πράγμα στόν ἁγιο ἀββᾶ, ἀλλά ἀπό τήν ντροπή του δέν ἔλεγε τίποτε. Καί τοῦ εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς:
“Γύρισε στό κελλί σου καί στό ἐξής νά γνωρίζεις καλά τήν ἀσθένειά σου. Καί νά πιστεύεις ἤ ὅτι σέ ξέχασε ὁ διάβολος ἤ ὅτι σέ περιφρόνησε καί γι’ αὐτό δέν ἀξιώθηκες νά παλέψεις μαζί του. Τί λέω νά παλέψεις; Δέν μπόρεσες νά ὑποφέρεις ἐπίθεση τοῦ διαβόλου οὔτε γιά μιά ἡμέρα. Αὐτό σοῦ συνέβη ἐπειδή ὅταν δέχτηκες ἕνα νεώτερο ἀδελφό πού τόν πολεμοῦσε ὁ κοινός ἐχθρός, ἀντί νά τόν ἐνισχύσεις στόν ἀγώνα, ἐσύ τόν ἔριξες στήν ἀπελπισία, χωρίς νά λάβεις ὑπόψιν σου τό σοφό παράγγελμα πού λέει: “Γλύτωσε ἐκείνους πού ὁδηγούνται γιά νά θανατωθοῦν, καί μή λυπάσαι νά ἐξαγοράζεις ὅσους πηγαίνουν νά φονευθοῦν”.
Ἀλλά οὔτε τήν παραβολή τοῦ Σωτήρα μας πού λέει νά μήν συντρίβομε τό τσακισμένο καλάμι καί νά μή σβήνουμε τό φυτίλι πού καπνίζει ἀκόμη.
Ἐπειδή κανεῖς δέν θά μποροῦσε νά ὑπομείνει τίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ, οὔτε καί νά σβήσει τό βρασμό τῆς φύσεως πού ζεματάει, ἄν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέ φύλαγε τήν ἀνθρώπινη ἀσθένεια.
Λοιπόν ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε ἡ οἰκονομία αὐτή γιά τή σωτηρία σου, ἄς παρακαλέσουμε μαζί τό Θεό νά ἀποτραβήξει τή μάστιγα πού σοῦ ἦρθε.
Γιατί Αὐτός μᾶς κάνει νά πονοῦμε καί Αὐτός μᾶς θεραπεύει. Χτυπά καί μέ τά χέρια Του μᾶς γιατρεύει πάλι.
Ταπεινῶνει καί ἀνυψῶνει. Θανατῶνει καί δίνει ζωή. Κατεβάζει στόν Ἄδη καί ἀνεβάζει.
Ἀφοῦ εἶπε αὐτά ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς, προσευχήθηκε καί ἀμέσως τόν ἀπάλλαξε ἀπό τόν πόλεμο τῆς πορνείας καί τόν συμβούλεψε νά ζητᾶ ἀπό τόν Θεό νά τού δοθεῖ γλώσσα φωτισμένη πού νά λέει τά κατάλληλα λόγια ὅταν χρειαστεῖ.
Ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς
«Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς σ᾿ ἕνα τόπο γιά νά γευματίση. Ἐκεῖ κατοικοῦσε κάποιος ἀδελφός μέ φήμη κακή. Συνέβη μάλιστα νά ἔλθη ἡ γυναίκα γιά τήν ὁποία τόν κατηγοροῦσαν καί νά μπῆ στό κελλί του. Τό ἔμαθαν αὐτό ὅσοι κατοικοῦσαν στήν περιοχή ἐκείνη, ταράχθηκαν καί συγκεντρώθηκαν γιά νά τόν διώξουν ἀπό τό κελλί. Καί ὅταν πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς βρίσκεται ἐκεῖ, πῆγαν καί τόν παρακάλεσαν νά ἔλθη μαζί τους. Μόλις τό ἔμαθε ὁ ἀδελφός πῆρε τήν γυναῖκα καί τήν ἔκρυψε μέσα σ᾿ ἕνα μεγάλο πιθάρι.Ὅταν ἔφθασε τό πλῆθος, ὁ Ἀββᾶς κατάλαβε τί συνέβη, ἀλλά γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σκέπασε τό πρᾶγμα. Μπῆκε μέσα, κάθησε ἐπάνω στό πιθάρι καί διέταξε νά ψάξουν τό κελλί.
Ἀφοῦ ἔψαξαν καί δέν βρῆκαν τήν γυναῖκα, τούς εἶπε:
«Τί ἔχετε νά πῆτε τώρα; Ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρήση».
Καί ἀφοῦ προσευχήθηκε, τούς ἀπομάκρυνε ὅλους, ἔπιασε ἀπό τό χέρι τόν ἀδελφό καί τοῦ εἶπε:
«Ἀδελφέ, πρόσεχε τήν ψυχή σου».
Μετά ἀπό αὐτό ἀναχώρησε.
Ἀββᾶς Ποιμήν ( πού εόρταζε χθές )
Ἦλθε κάποτε ἀδελφός πρός τόν ἀββᾶ Ποιμένα καί τοῦ λέγει:
«Τί νά κάνω, πάτερ, πού θλίβομαι από τό λογισμό τῆς πορνείας; Πῆγα στόν ἀββᾶ Ἰβιστίωνα, καί μοῦ λέγει, δέν πρέπει νά τήν ἀφήσεις νά χρονίσει πάνω σου»
Τοῦ λέγει ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Ὁ ἀββᾶς Ἰβιστίων ἔχει πράξεις πού τόν άνεβάζουν ἐπάνω μέ τούς ἀγγέλους καί τοῦ ξεφεύγει ὅτι ἐγῶ κί ἐσύ εἴμαστε μέσα στήν πορνεία. Ἐάν κρατήσει ὁ μοναχός τήν κοιλιά καί τή γλώσσα καί τήν ἀναχώρηση, ἔχε θάρρος, δέν ἀποθνήσκει.
Δύο ἀδελφοί πήγαιναν στήν πόλη νά πουλήσουν τό ἐργόχειρο τους καί ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ πῆραν διαφορετικούς δρόμους, χωρίσθηκαν ὁ ἕνας ἀπό τόν ἅλλο καί ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς ἔπεσε σέ πορνεία.
Μετά ἀπό λίγο ἦλθε ὁ ἀδελφός καί τοῦ εἶπε «ἀδελφέ, ἄς πᾶμε πίσω στό κελλί μας».
Ἀλλά αὐτός ἀπάντησε: «Δέν θά ἔλθω», καί ὁ ἄλλος ρώτησε: «Γιατί ἀδελφέ;» «Γιατί;» ἀπάντησε ἐκεῖνος, «ὅταν ἔφυγες ἐσύ, ἔπεσα σε πειρασμό καί ἁμάρτησα σαρκικά».
Ὅμως ὁ ἄλλος, πού ἤθελε νά τόν βοηθήσει πολύ ἄρχισε νά τοῦ λέει: «Τό ἴδιο συνέβη καί σέ ἐμένα, ὅταν χώρισα ἀπό ἐσένα ἔπεσα καί ἐγώ στήν πορνεία. Ἀλλά ἔλα νά πᾶμε καί νά προσπαθήσουμε νά μετανοήσουμε μέ ὅλη μας τή δύναμη καί ὁ Θεός θά μᾶς συγχωρήσει». Καί ἦλθαν πίσω στό μοναστήρι καί εἶπαν στούς Γέροντες τί τούς συνέβη καί ἐκείνοι τούς ἔβαλαν ἐπιτίμιο. Ἀλλά ὁ ἕνας ἔκανε τό ἐπιτίμιο ὄχι γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά γιά τόν ἀδελφό του, σάν νά εἶχε ἁμαρτήσει αὐτός ὁ ἴδιος, καί ὁ Θεός, βλέποντας τήν ἀγάπη του καί τόν μόχθο του, ἀπεκάλυψε σέ ἕναν ἀπό τούς γέροντες ὅτι χάριν τῆς μεγάλης ἀγάπης αὐτοῦ τοῦ μοναχοῦ πού δέν εἶχε ἁμαρτήσει συγχώρησε καί ἐκεῖνον ποῦ ἁμάρτησε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου