Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Μέ τά λόγια ἤμουνα άνθρωπος τοῦ Θεοῦ, αλλά στήν πράξη ήμουνα άνθρωπος τοῦ σατανᾶ…






Η κύρια απασχόληση ανθρώπων κάποιας ηλικίας και ειδικά στα χωριά, είναι το καφενείο, το τάβλι, και η τράπουλα.

Οί Εκκλησίες των χωριών είναι άδειες και μόνο αν γίνεται κανένα μνημόσυνο για λόγους καθαρά οικογενειακής υποχρέωσης μπορεί να σύρουν τα πόδια τους ως την Εκκλησία. Υπάρχουν βέβαια και οι επαινετές εξαιρέσεις αλλά είναι ελάχιστες..
Οί άνθρωποι σήμερα δεν ενδιαφέρονται για την ψυχή τους νομίζοντας ότι σαν πεθάνουν πάνε έτσι «στον βρόντο και στο τίποτα…». Κάποιοι άλλοι, πάλι περιμένουν από τα μνημόσυνα να εξασφαλίσουν Παράδεισο μη κουνώντας οι ίδιοι το χεράκι τους στο ελάχιστο, νομίζοντας ότι με τις ευχές του παπά στο μνημόσυνο θα τσουλήσουν έτσι και τσίφ στον Παράδεισο!
«Κούνια πού τους κούναγε…»  όμως,  στο τι έχουν να τραβήξουν μόλις κλείσουν τα μάτια τους, ανεξομολόγητοι, αμετανόητοι, ακοινώνητοι, αλειτούργητοι, με βαριές αμαρτίες μιας ζωής ολόκληρης επάνω τους,  και ουδεμία σχέση έχοντες με τον Χριστό νομίζοντας ότι σαν τους δεί θα τους αναγνωρίσει  ( ; ) και θα τους βάλει και μέσα στην βασιλεία Του…


Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

«Καρδιά Πάσχα, νοῦς λάμπα, μάτια γεμάτα δάκρυα…»




«…Θά ἤθελα τώρα νά σᾶς διηγηθώ γιά ἕναν σύγχρονο Αγιορείτη μοναχό, ὁ ὁποῖος ἔζησε σέ ἕνα Φιλοθεϊτικό Κελλί τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν Ρωσία, στήν Πολτάβα, τό 1882, καί κοιμήθηκε τό 1965 στό Ἅγιον Ὄρος, στήν ἰδιόρρυθμη τότε Μονή Φιλοθέου.

Λεγόταν Αὐγουστῖνος μοναχός, γιά τόν ὁποῖο γράφει ὁ ἅγιος Παΐσιος στό βιβλίο πού συνέγραψε γιά τούς Γέροντες πού συνάντησε στά Μοναστήρια καί στίς Σκῆτες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ Γέροντας αὐτός, ὁ π. Αὐγουστῖνος, ζοῦσε μέσα στό πνεῦμα αὐτό πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, γι’ αὐτό καί τό ἀναφέρω...




Τό διακόνημά του ἦταν νά συγκεντρώνη ὅλα τά γέρικα ζῶα τῆς περιοχῆς, τά ὁποῖα οἱ ἄλλοι μοναχοί –δέν εἶχαν αὐτοκίνητα τότε στό Ἅγιον Ὄρος, τουλάχιστον τότε, καί ὅλες οἱ ἐργασίες γίνονταν μέ τά μουλάρια– ὅταν αὐτά γερνοῦσαν καί δέν μποροῦσαν νά προσφέρουν καμμία ἐργασία, τά ἄφηναν στο δάσος νά τελειώσουν μόνα τους καί πολλές φορές κατασπαράσσονταν ἀπό τά θηρία καί ἀπό τούς λύκους κλπ. 

Ἐκεῖνος, λοιπόν, λυπόταν αὐτά τά ζῶα, τά συγκέντρωνε καί τά γηροκομοῦσε...Ἦταν γηροκόμος καί νοσοκόμος τους. Τό ἔκανε ἀπό ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη, γιατί τόσα χρόνια ἐξυπηρετοῦσαν τούς μοναχούς στά ἔργα τους.
Καί ὅταν ἀργότερα οἱ δυνάμεις του δέν τοῦ ἐπέτρεπαν νά ἀνταποκριθῆ στό ἔργο αὐτό καί χρειάστηκε ὁ γερο-Αὐγουστῖνος νά πάη στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, ζήτησε νά ἀναλάβη κάποιος ἀπό τούς μοναχούς τό διακόνημα αὐτό.
Ἐπίσης, αὐτός ἔδειχνε πολύ μεγάλη ἀγάπη σέ κάθε προσκυνητή…