Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Ευλογημένη παρά Θεού η νέα Εκκλησιαστική χρονιά !


Indiktos

«Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦ­ξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμέ­νους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν»
(Λουκ. 4,18-19 = Ἠσ. 61,1-2)




Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἑορτή. Εἶναι ἡ 1η τοῦ Σεπτεμβρίου, ποὺ οἱ Χριστι­ανοί, ὅπως κάθε πρωτομηνιά, ζητοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ δι­ανύσουν τὸ μῆνα μὲ εὐλογία Θεού καὶ χωρὶς ἁμαρτία.

Ἀλλὰ εἶναι καὶ
Πρωτοχρονιά ! 
–Ἐ­μεῖς, θὰ πείτε, Πρωτοχρονιὰ ἔχουμε τὴν 1η Ἰανουα­ρίου. Ναί, ἀλλ᾽ αὐ­τὸ σύμφωνα μὲ τὸ πολι­τικὸ ἡμερολόγιο· μὲ τὸ ἐκκλησι­αστικὸ όμως ἡμερολόγιο ἀρχὴ τοῦ ἔτους εἶ­νε ἡ 1η Σεπτεμβρίου. Στὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησί­ας μας ἡ ἡ­μέρα αὐτὴ λέγεται Ἀρ­χὴ τῆς Ἰν­δίκτου, ποὺ σημαίνει Πρωτοχρονιά.
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ μᾶς διδάσκει τὴν ἀξία ποὺ ἔ­χει ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Ἡ ζωή μας εἶνε ἀν­επανάληπτη· μιά φορὰ θὰ περάσουμε πάνω ἀπὸ τὸν πλανήτη αὐτὸν τῆς Γῆς, δὲν θά ᾽χουμε ἄλλη εὐκαιρία, καὶ πρέπει τώρα νὰ κάνουμε «ἔργα ἄξια τῆς μετανοίας» (Πράξ. 26,20).
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ὥρισε νὰ διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε (βλ. Λουκ. 4,16-22). Ἔ­χει βαθειὰ νοήματα. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε μὲ λίγα λόγια.

* * *

Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ἀγαπητοί μου, ὁ Χρι­στὸς γεννήθηκε στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Γιὰ ἕνα διάστημα ὅμως ἔζησε ὡς πρόσφυγας. Λόγῳ τῆς ἀπειλῆς τοῦ Ἡρῴδου ἀ­ναγκάστηκε μὲ τὴν ἁγία του Μητέρα νὰ φύ­γῃ μακριά, στὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ παρέμεινε ἕ­ως ὅ­του πέθανε ὁ Ἡρῴδης.
Πρόσφυγας ὁ Κύριός μας! Κι ἀ­φοῦ ἐκεῖνος ὑπῆρξε πρόσ­φυγας, εἶνε τιμή καί ὄχι ὑ­ποτιμητικό, τό νὰ λέγεται καν­εὶς πρόσφυγας..




Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ὁ Χριστὸς δὲν ἔμεινε πιὰ στὴ Βηθλεέμ. Πῆγε στὴ Ναζα­ρὲτ τῆς Γαλιλαίας, ἕνα μικρὸ περιφρονημένο χωριὸ μὲ ἀ­γροίκους κατοίκους. Ἔζησε καὶ με­γάλωσε ἐκεῖ. Ἐργαζόταν πολλὰ χρόνια καὶ ἦ­ταν γνωστὸς ὡς μα­ραγκός· κρατοῦσε στὰ ἅ­γιά του χέρια πριόνια καὶ σφυριά, ἔφτειαχνε ἔ­πιπλα, πόρτες καὶ παράθυρα. Ἔτσι ζοῦσε καὶ συντηροῦσε τὴν ἁγία του Μητέρα, τὴν ἀειπάρ­θενο Μαρία. Εἶνε λοιπὸν ὁ πρῶτος πρόσφυγας καὶ ὁ πρῶτος ἐργάτης.
Ἕνας ξένος ζωγρά­φος, Βιεννέζος, ἔκανε ἕ­να πίνακα ποὺ πα­ριστάνει τὸ Χριστὸ νὰ ἐργάζε­ται ὡς μαραγκὸς στὸ ξυλουργεῖο τῆς Ναζα­ρὲτ κοντὰ στὸν νομιζόμενο πατέρα του Ἰωσήφ. Αὐτὸς ὁ πίνακας θὰ ἄ­ξιζε νὰ στολίζῃ τὰ γραφεῖα τῶν συντεχνιῶν τῶν ξυλουργῶν· νὰ ἔχουν τὸ Χριστὸ προστάτη καὶ ὑπερασπιστή. Σήμερα συμβαίνει, κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἐπὶ κεφα­λῆς τῶν ἐργατικῶν σωματείων νὰ μὴν εἶνε ἐρ­γάτες· συχνὰ οἱ λεγόμενοι ἐργατοπατέρες ἔχουν χέρια πιὸ μαλακὰ κι ἀπὸ τῶν γραφέων ποὺ κάθονται στὰ γραφεῖα.
Ὁ Χριστὸς λοιπόν, ἐπειδὴ τὰ περισσότερα χρόνια ἔμεινε στὴ Ναζαρέτ, ὠνομάστηκε «Να­ζω­ραῖος» (Ματθ. 2,23). Ὑποτιμητικὸ παρωνύμιο – πα­ρατσούκλι ἦ­ταν αὐτό· ἐννοοῦσε, ὅτι εἶνε ἀπὸ ἕνα ἄσημο κουτσοχώρι. Καὶ ὁ προσδιορισμὸς αὐτὸς ἔμεινε. Κ᾽ ἐπάνω στὸ σταυρό του αὐτὸ τὸ παρατσούκλι γράφτηκε· «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖ­ος βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 19,19).
Κ᾽ ἐμεῖς λοιπόν, ἂν τυχὸν ὑβριζώμεθα γιὰ τὴν ἀ­λήθεια τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ ἐμμένουμε στὴν ἐκ­τέλεσι τοῦ θείου θελήματος, καὶ μᾶς βγάζουν δι­άφορα παρατσούκλια, ἂς παρηγορούμεθα, ἀ­φοῦ πρῶτος ποὺ δέχθηκε τέτοια συμπεριφο­ρὰ εἶνε «ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς» μας (Ἑβρ. 12,2).
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἔγινε τριάντα ἐτῶν, πῆγε στὸν Ἰορδάνη, βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὰ ῥεῖθρα του, καὶ ἀκούστηκε τὸ οὐράνιο δι­άγγελμα· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3,17). Κατόπιν βγῆκε στὴν ἔρημο, ὅπου νίκησε τοὺς πειρασμοὺς τοῦ σατανᾶ, καὶ τέλος ἦρθαν ἄγγελοι καὶ τὸν «διηκόνουν», τὸν ὑπηρετοῦσαν (Ματθ. 4,11).
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἔρημο, λέει τὸ σημερινὸ εὐ­αγ­γέλιο, ἐπισκέφθηκε τὸ χωριό του. Καὶ πῆγε – ποῦ· «εἰς τὴν συναγωγήν» (Λουκ. 4,16). Ἡ συναγω­γὴ (ἢ χάβρα) ἦταν ἕνα εἶ­δος ναοῦ, ποὺ συγ­κεν­­τρώ­νον­ταν –καὶ μέχρι σήμερα συγκεντρώ­νον­ται– οἱ Ἑ­βραῖοι κάθε Σάββατο γιὰ τὴ λατρεία τους. Οἱ Τοῦρκοι πηγαίνουν κάθε Παρασκευὴ στὰ τζαμιά. Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ πη­γαίνουμε τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Βλέπου­με λοιπὸν ὅτι ὁ Χριστὸς πήγαινε στὴ συν­­­αγωγή. Ἂς τ᾽ ἀ­κού­σουν αὐτὸ καὶ οἱ χιλιασταὶ καὶ ὅ­­σοι ἄλλοι εἶνε ἐναν­τίον τῶν ναῶν.
Στὴ συναγωγὴ ὁ Χριστὸς σηκώθηκε νὰ διαβά­­σῃ. Τοῦ ἔδωσαν τὸ βιβλίο, τὸ χειρόγραφο, τοῦ προφήτου Ἠσαΐα. Δὲν τὸ ἄνοιξε στὴν τύχη· πῆγε καὶ βρῆκε ἕνα συγκεκριμένο χωρίο τῆς προφητείας, ποὺ ἔλεγε· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι αἰ­χμα­λώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖ­λαι τε­θραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυ­ρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18-19 = Ἠσ. 61,1-2).
Εἶνε ἕνα δύσ­κολο χωρίο, ποὺ τὸ διάβασε καθαρὰ ὁ Χριστός. Τὸ ἅ­γιο Πνεῦμα, λέει, μὲ καθιέρωσε καὶ μὲ ἔστειλε γιὰ νὰ εὐαγγελίζωμαι στοὺς φτωχοὺς εἰ­δω­λολάτρες (φτωχοὺς σὲ πλοῦτο ἀληθείας) καὶ στοὺς τσακισμένους Ἑβραίους (τσακισμέ­νους ἀπὸ τὴν ἄστοχη προσδοκία τους), γιὰ νὰ φέρω τὴν ἐλευθερία στοὺς αἰχμαλώτους καὶ νὰ δώσω τὸ φῶς στοὺς τυφλούς (εἰδωλολάτρες καὶ Ἑβραίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς νεκρούς), νὰ δώσω ἄφεσι σ᾽ αὐτοὺς ποὺ σκλάβωσε ἡ ἁ­μαρτία, νὰ ἐγκαινιάσω χρονικὴ περίοδο συνδιαλλα­γῆς κατὰ τὴν ὁποία γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ μετάνοια. Αὐτὰ ἔλεγε τὸ ἱερὸ κείμενο.
Τὰ μάτια ὅλων μέσα στὴ συναγωγὴ ἦταν ἐ­πάνω του. Περίμε­ναν νὰ δοῦν τί θὰ πῇ. Ἤξεραν ὅ­λοι, ὅτι σὲ σχολεῖα δὲν πῆ­γε, γράμματα δὲν ἔμαθε. Αὐτὸς ὅ­μως εἶνε ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Τί εἶ­πε λοι­πὸν ἐπὶ τοῦ ῥητοῦ αὐτοῦ ὁ Χριστός;
Στὸ ῥητὸ αὐτὸ ζωγραφίζεται ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Καὶ ποιός δὲν εἶνε ἁ­μαρτωλός! Ἐ­δῶ λοιπὸν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ζωγραφίζει ζωη­ρὰ τὴν ψυχὴ τοῦ καθενός· στὸν κα­θρέφτη αὐ­τὸν βλέπουμε ὅλοι τὸν ἑαυτό μας. Ἂς δείχνου­με ἐξωτερικὰ εὐτυχισμένοι· ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας εἶνε μιὰ ἀθλιότης, μιὰ δυσ­τυχία. Ἔχει φτώχεια, ἡ ἁμαρτία κάνει τὸν ἄνθρωπο φτω­χό.
Ἀ­­πόδειξις ὁ ἄσωτος υἱός· κληρονό­­μησε μεγάλη περι­ουσία, τὴ σπατάλησε ὅλη σὲ διασκεδάσεις, κα­τήντησε χοιροβοσκός, καὶ τέ­­λος προσπαθοῦσε νὰ ζήσῃ μὲ τὰ «κερά­τια» (Λουκ. 15,16), τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖ­ροι. Ἡ ἁμαρτία εἶνε ἀ­κόμη κατάστασι ἀσθενείας, μελαγχολίας μέχρι ἀπελπισίας. Ἔρ­χον­ται στι­γμὲς ποὺ ὁ ἁμαρτω­λὸς λέει· Ἀξίζει νὰ ζῶ; τί κοπιάζω; «Ματαιότης μαται­οτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Ἡ ζωή του τέ­­λος εἶνε μιὰ σκλαβιά, μέσα ἀπ᾽ τὴν ὁποία βγαίνει ὁ πανανθρώπινος πόθος γιὰ λύτρωσι.
Πολλοὶ ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ φέρουν νέα τά­ξι πραγμάτων· τελευταῖο πείραμα ἦταν ὁ κομμουνι­σμός, ποὺ εἶπε ὅτι θὰ δημιουργήσῃ ἕναν πα­ράδεισο, ἀλ­λὰ παράδεισο χωρὶς Θεό. Γι᾽ αὐ­τὸ ὅμως ἀπέτυχε καὶ ἀπογοήτευσε. Καὶ ὅ­ποιος ἄλλος τολμᾷ νὰ σχεδιάσῃ ἕνα νέο κόσμο χω­ρὶς Θεό, χω­ρὶς Χριστό, θὰ ἀποτύχῃ.
Ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος, εἶπε τώρα στοὺς Ναζαρηνοὺς ὁ Χρι­στός, ἐκπληρώθηκε σήμερα μ᾽ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦτε. Ἐγώ, δηλαδή, εἶμαι ἐ­κεῖ­νος γιὰ τὸν ὁποῖο γράφτηκαν τὰ λόγια αὐτά.
Στὴν ἀρχὴ οἱ Ναζαρηνοὶ τὸν θαύμασαν καὶ ὅ­λοι τους βεβαίωναν ὅτι τὰ λόγια του ἔχουν ὄντως θεία χάρι. Ἐν συνεχείᾳ ὅμως δὲν δέχτηκαν τὴν ἀλήθεια ποὺ τοὺς εἶ­πε.
Ἀντέδρασαν μάλι­στα θυμωμένοι ἐναντίον του· καὶ με­τὰ ἀπὸ λίγο σηκώθηκαν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀ­πὸ τὴν πόλι τους, τὸν ὡδήγησαν σ᾽ ἕνα γκρεμὸ μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ῥίξουν κάτω! Ἀλλὰ ἐκεῖνος ξέφυγε ἀπὸ ἀνάμεσά τους καὶ πῆγε ἀλλοῦ γιὰ νὰ συνεχίσῃ τὴν ἀποστολή του
(βλ. Λουκ. 4,29).

* * *

Ταιριάζει σήμερα, ἀγαπητοί μου, τὸ ῥητὸ αὐτὸ στὴν ἀνθρωπότητα. Παρὰ τὴν πρόοδο τῶν ἐπιστημῶν, αὐτὴ παλεύει μέσα σὲ πνευματικὴ φτώχεια, μελαγχολία, τύφλωσι, σκλαβιά. Ὁ Γκαῖτε εἶπε· «Ἰδοὺ ἐγώ, μὲ τόσα φῶτα, τυφλός, τυφλὸς ὅπως καὶ πρῶτα».
Ν᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι.
Οὔτε νὰ ἐπαναλάβου­με τὸ λάθος τῶν Ναζαρηνῶν. Γιατὶ μέσ᾽ στὴ σκοτεινιὰ φάνηκε οὐράνιο τόξο, ἦρθε ὁ Χριστὸς καὶ κήρυξε «ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν», ἄνοιξε θύρα μετανοίας, ἔδωσε εὐκαιρία νὰ σω­θοῦμε· ἀρκεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Γιατὶ ὅ­που εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ φεύγει τὸ ψέμα, ἡ σκλαβιά, ἡ ἀπελπισία, ἡ λύπη, ἡ ἀδικία, ἡ φτώχεια, τὸ μῖσος, καὶ ἔρχεται ἡ ἀλήθεια, ἡ ἐ­λευθερία, ἡ ἐλπίδα, ἡ χαρά, ἡ εὐσπλαχνία, τὸ ἔλεος, ὁ πλοῦτος, ἡ ἀγάπη, ὁ παράδεισος.
Ἂν λοιπὸν βασιλεύῃ Ἐκεῖνος στὴν καρδιά μας, ἂς διαθέσουμε «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡ­μῶν» (θ. Λειτ.) γιὰ ἔργα μετανοίας. Καὶ τότε, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Δεν υπάρχουν σχόλια: