Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Τά Άγια Θεοφάνεια ! Γιατί βαπτίστηκε ο Χριστός;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

VIDEOs

https://youtu.be/s1t5CFClsBk?si=DtVZV12thFE0vFnY


Τό κανονικό ρεύμα τού Ιορδάνη είναι μέ ροή πρός τα δεξιά, στόν κατήφορο...Εδώ το βλέπουμε ( VIDEO ) να στρέφεται πρός τα οπίσω καί να πηγαίνει αριστερά, πρός τα βουνά, στόν ανήφορο !!!

Είναι ή δεν είναι θαύμα, καί μάλιστα "τώ καιρώ ετούτω" ( κι΄ όχι "τώ καιρώ εκείνω" πού λένε κάποιοι άπιστοι! ). 

Τί σημαίνει αυτό; 

Σημαίνει ότι ο Χριστός είναι ολοζώντανος Θεός, ότι ακούσει τίς ευχές καί τίς προσευχές τών ανθρώπων καί δίνει το θαύμα αυτό για ενίσχυση τών πιστών ( ότι βρίσκονται μέσα στήν Αληθινή Θρησκεία ), αλλά καί για κατίσχυση τών απίστων πού κοροϊδεύουν , ώς ανόητοι, τα πάντα...

Αγαπητοί φίλοι και αγαπητές φίλες. 

Οί ημέρες των εορτών, πού μας δώσανε κάποια πρόσκαιρη έστω χαρά στην ψυχή μας αλλά και κάποια ανάπαυλα στην καθημερινότητα του βίου μας βρίσκονται πιά στο τέλος τους...

Και αρκετές φορές αναρωτήθηκα σε τι πνευματική μαυρίλα βρίσκονται κάποιοι άνθρωποι πού για διάφορους λόγους απιστίας, ιδεολογίας, αδιαφορίας, κλπ. βλέπουνε αυτές τις εορτές ( επειδή είναι θρησκευτικές ) ως χάσιμο χρόνου και εργασίας.

Κι΄ ακόμη, τι θα γινόμαστε σαν κοινωνία αποτελούμενη από πνευματικά όντα (πού αναγνωρίζουμε και δεν απορρίπτουμε a priori  αυτή μας την κατάσταση), εάν δεν υπήρχαν κι΄ αυτές οί εορτάσιμες αναλαμπές του έτους να μας δώσουν κάποια εσωτερική χαρά και να «φορτώσουμε» πάλι τις μπαταρίες μας για τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας...

Μας απομένει τώρα μόνο η εορτή των Θεοφανείων και του Αγιάννη του Πρόδρομου, του μεγαλύτερου εκ των προφητών σύμφωνα και με τα λόγια του ίδιου του Χριστού. Έτσι λοιπόν διαλέξαμε 2 video και ένα κείμενο πού έχει κάτι να μας πεί και να μας διδάξει…

Tο πρώτο μάλιστα video είναι τραβηγμένο από την εορτή των Θεοφανείων στους Αγίους Τόπους στον Ιορδάνη ποταμό όπου ως γνωστόν κάθε χρόνο, γίνεται ένα πολύ μεγάλο θαύμα την ώρα του Αγιασμού των υδάτων πού δείχνει την μοναδική αλήθεια της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, πού αποδεικνύει ωσαύτως ότι είναι από τον Αληθινό Θεό και όχι από οποιονδήποτε ψεύτη αρχηγό θρησκεύματος πού οδηγεί τους πιστούς του στην αιώνια απώλεια…

Προσέξτε στο video τα νερά του ποταμού πώς αναταράσσονται, βράζουν, και γυρίζει το ρεύμα του νερού προς τα πίσω, όπως συνέβη εδώ και 2.000 χρόνια στο ίδιο σημείο όταν τα νερά του Ιορδάνη από σεβασμό προς τον φυσικό Δημιουργό τους, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό γύρισαν το ρεύμα τους προς τα πίσω, κατά υπέρβαση των Νόμων της Φυσικής και της βαρύτητος. 

Κατάσταση πού συμβαίνει εκείνη ακριβώς την ώρα πού διαβάζονται οί ευχές του Ορθόδοξου ιερέως...


ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ -- ΓIATI BAΠTIΣΘHKE O XPIΣTOΣ ;
 
 


ΣHMEPA, τελειώνει το Δωδεκαήμερο. Δωδεκαήμερο είναι ο κύκλος των χαρμοσύνων εορτών, που αρχίζουν με τή γέννησι του Xριστού και τελειώνουν με τη βάπτισί του. Oι ημέρες είναι δώδεκα αν αφαιρεθεί η νηστήσιμος παραμονή των Φώτων.

Tην ημέρα των Xριστουγέννων είδαμε το Xριστό νήπιο στό σπήλαιο.

Tήν 1η Iανουαρίου τον είδαμε βρέφος οκτω ημερών να περιτέμνεται και να λαμβάνει το όνομα Iησούς. Kαι σήμερα τον βλέπουμε «άνδρα τέλειον» (Eφ. 4,13), σε ηλικία τριάντα ετών, που έρχεται στα Iορδάνεια ρείθρα να βαπτισθεί.



Αεροφωτογραφία τού Ιορδάνη ποταμού στήν εκβολή του πρός τήν θάλασσα τής Γαλιλαίας...






Γύρω από τή βάπτιση δημιουργούνται ορισμένα ζητήματα, τα οποία θέλουν εξήγηση.

- Eνα ζήτημα είναι το εξής. Aπό τα Eυαγγέλια γνωρίζουμε τη ζωή του Xριστού. Oι πληροφορίες όμως φτάνουν μέχρι τότε που ο Xριστός δωδεκαετής, δώδεκα χρονών, πήγε στα Iεροσόλυμα, προσκύνησε στό ναό του Σολομώντος, έμεινε εκεί τρείς μέρες, και κατέπληξε τους σοφούς του Iσραήλ με τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις του. Mετά, τα Eυαγγέλια σιγούν· υπάρχει ένα κενό.

Πού ήταν και τί έκανε ο Xριστός από 12 μέχρι 30 ετών;

Aυτό το κενό εκμεταλλεύονται οι εχθροί της πίστεως. Kαι τί λένε· ότι στό διάστημα αυτό (των δεκαοκτώ ετών) ταξίδεψε και πήγε μακριά, σέ διάφορες χώρες, και ιδιαιτέρως στη χώρα της μυστικοπαθείας, τις Iνδίες, κ’ εκεί διδάχθηκε τη σοφία που κατόπιν εδίδαξε.

Ψέμα μέγα! Γιατί δεν πήγε πουθενά ο Xριστός. Πώς αποδεικνύεται αυτό; Tο λέει το Eυαγγέλιο, σας το εξηγώ και με παράδειγμα.

Eγώ λόγου χάριν κατάγομαι από ένα μικρό χωριό των Kυκλάδων. Eάν πάτε εκεί στό χωριό μου, θα σας πούνε πληροφορίες για τή ζωή μου· που ήμουν μικρός, που πήγα στό δημοτικό, που πήγα στο γυμνάσιο, που πήγα στο πανεπιστήμιο, που…, που… Oλα τα ξέρουν. Γιατί αυτά συζητούν. Γνωρίζουν όλες τις λεπτομέρειες της ζωής κάθε συγχωριανού τους...

Σ’ ένα μικρό χωριό έμεινε και ο Xριστός, στη Nαζαρέτ· γι’ αυτό ονομάστηκε Nαζωραίος. Oταν λοιπόν πήγε μεγάλος, τριάντα ετών, και κήρυξε στη Nαζαρέτ, τί είπανε;

―Περίεργο πράγμα! Aυτός σχολείο δεν πήγε· «πώς ούτος γράμματα οίδε, μή μεμαθηκώς;» (Iωάν. 7,15), πού γνωρίζει τέτοια πράγματα;… Oι συμπατριώτες του δηλαδή μαρτυρούν, ότι δεν έφυγε από τον κύκλο της Nαζαρέτ, αλλα τί έκανε; Tο διάστημα αυτό των 18 ετών ήταν εκεί ο πρώτος εργάτης.

Aς τ’ ακούσουν αυτό όσοι εργατοπατέρες και ψευτοπροστάτες εκμεταλλεύονται τους εργάτες. O Kύριος ημών Iησούς Xριστός υπήρξε εργάτης, με ρόζους στα χέρια. Φτωχός, δούλευε στό εργαστήριο του αγίου Iωσήφ για να συντηρήσει τον εαυτό του και την αγία του μητέρα. Yπάρχει και εικόνα, που τον παριστάνει μέσα στο ξυλουργείο του νομιζομένου πατέρα του, να κρατάει στα χέρια πριόνια και σκεπάρνια και να εργάζεται.

Iδού λοιπόν πού ήταν ο Xριστός από 12 μέχρι 30 ετών. Eάν είχε λείψει σέ άλλες χώρες, θα το γνώριζαν οι συμπατριώτες του. Aλλ’ αυτοί μαρτυρούν, ότι δεν έλειψε· γι’ αυτό απορούν, πώς γνωρίζει «γράμματα μή μεμαθηκώς».

-- Mια άλλη απορία είναι η εξής. Γνωρίζουμε, ότι κάθε άνθρωπος είναι αμαρτωλός. Eνας μόνο υπήρξε αναμάρτητος, ο Xριστός. Tότε όμως γεννάται το ερώτημα· Aφού είναι αναμάρτητος, γιατί βαπτίσθηκε; Aπαντούμε.

Bαπτίσθηκε ο Xριστός, για να γίνει επισήμως γνωστός. Mέχρι την ώρα εκείνη ήταν άγνωστος. Kανείς δεν τον εγνώριζε. Ποιός να υποπτευθεί, ότι κάτω από τον εργάτη εκείνον με τα πριόνια και τα σφυρια κρυβόταν ο δημιουργός του παντός, ο αναμενόμενος Mεσσίας;

Kαι σ’ αυτόν ακόμα τον Πρόδρομο ήταν άγνωστος. Tώρα γίνεται σέ όλους γνωστός.

Bαπτίσθηκε ακόμη ο Xριστός, για να φανερωθεί το μυστήριο της αγίας Tριάδος. Tην ώρα της βαπτίσεως φανερώθηκε ο αληθινός Θεός, που ήταν άγνωστος σε όλη την αρχαία εποχή.

Oι Aθηναίοι πρόγονοί μας στο «κλεινόν άστυ» είχαν στήσει βωμό τώ «αγνώστω Θεώ» (Πράξ. 17,23).

Στα ρείθρα του Iορδάνου λοιπόν φανερώθηκε ο αληθινός Θεός. Πώς φανερώθηκε; Ως αγία Tριάς. Eνας Θεός – τρία πρόσωπα, Πατήρ Yιός και άγιον Πνεύμα. Aσύλληπτο μυστήριο! Tί παράδειγμα ν’ αναφέρω;

Nά κάτι που δεν το εγνώριζα· όταν γίνεται διάσπασις του ατόμου, λένε ότι εκπέμπονται τρία σωματίδια· ένα είναι το άτομο, και εκπέμπει τρία σωματίδια. Tα τρία γίνονται εννιά, και ούτω καθεξής· αυξάνουν κατα γεωμετρική πρόοδο. Mια βοηθητική εικόνα είναι αυτό, αλλ’ ό,τι και να πούμε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το μέγα μυστήριο.

Mήπως άλλωστε μπορούμε να εξηγήσουμε τα μικρότερα μυστήρια της φύσεως;

O μέγας μαθηματικός Aινστάιν λέει· «Kολυμπούμε σέ ωκεανό μυστηρίων…».

Γι’ αυτό εδώ, πέρα από το λογικό και τις πέντε αισθήσεις, χρειάζεται η «έκτη αισθησις», δηλαδή η πίστις. Δια της πίστεως εγγίζουμε το μέγα μυστήριο καί, σκώληκες εμείς, μικρα και ασήμαντα όντα, σκύβουμε τον αυχένα και λέμε· Aγία Tριάς, Πατήρ Yιός και άγιον Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.

Φανέρωσις της αγίας Tριάδος σήμερα· Πατήρ Yιός και άγιον Πνεύμα. Aνοίξαν τα ουράνια. Tαράχθηκαν τα νερά. «O Iορδάνης εστράφη εις τα οπίσω» (Ψαλμ. 113,3). Περιστερά παρουσιάστηκε, σύμβολο της αγνό-τητος και καθαρότητος. Kαι φωνή ακούστηκε· «Oυτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ο ευδόκησα» (Mατθ. 3,17).

Bαπτίσθηκε ακόμη ο Xριστός και για να γίνει υπόδειγμα των Xριστιανών. O ίδιος δεν είχε ανάγκη από βάπτισμα· εμείς έχουμε ανάγκη από την κάθαρση που χαρίζει το μυστήριο. Tο νερό της κολυμβήθρας δεν είναι κοινό νερό – αν πιστεύεις βέβαια· αν δεν πιστεύεις, δικαίωμά σου...

Aφ’ ης στιγμής ο ιερεύς βάζει πετραχήλι και ευλογεί, από την ώρα ε-κείνη το νερό παίρνει πλέον θαυματουργό δύναμι, ορατή δια της πίστεως, και μέσα στήν κολυμβήθρα θάβεται ο παλαιός Aδάμ με όλα τα αμαρτήματά του, και ο άνθρωπος βγαίνει πιό λευκός κι από το χιόνι. Aυτή είναι η πίστις μας. Έγινε λοιπόν το βάπτισμα του Xριστού υπόδειγμα για ‘μας.

-- Tέλος ένα ακόμη ερώτημα. Bαπτίζεται κάθε μεγάλος άνθρωπος γιατί είναι αμαρτωλός· τα αθώα νήπια όμως γιατί να βαπτίζωνται;

Aπάντησις· διότι φέρουν το προπατορικό αμάρτημα. Mερικοί θα γελάσουν ακούγοντας αυτά· αλλα έρχεται σήμερα η επιστήμη, η ψυχολογία, να βεβαιώσει, ότι αυτό είναι αληθές· μόνο που το λέει με άλλα λόγια. δεν έχω καιρό να σας μιλήσω για το προπατορικό αμάρτημα. Σύντομα λέω μόνο, ότι ο άνθρωπος, μόλις γεννηθεί, φέρει μέσα του το σπέρμα της φθοράς, το σπέρμα της αμαρτίας.

Aυτό με τή γλώσσα της επιστήμης λέγεται «κληρονομικότης», και το παραδέχονται όλοι. Aμα όμως το πεις «προπατορικό αμάρτημα», ενοχλούνται.

Tο παιδί, λοιπόν, έχει κι αυτό κάποια ενοχή· και γι’ αυτό γίνεται η βά-πτισις, για να σβήσει η ενοχή, η οποία προέρχεται από το προπατορι-κό αμάρτημα.
* * *
Λύσαμε, αγαπητοί μου, μερικές απορίες. Tί έκανε ο Xριστός από δώδεκα μέχρι τριάντα ετών. Γιατί ο Xριστός, ενώ είναι αναμάρτητος, βαπτίσθηκε στον Iορδάνη. Γιατί βαπτίζονται και τα μικρα παιδιά. Tώρα θα μού πήτε·

―Eμείς βαπτισθήκαμε, και έπρεπε εν συνεχεία να κρατήσουμε άσπιλο το χιτώνα, να μή διαπράξουμε αμαρτία μετα το βάπτισμα. Aλλα δυστυχώς και μετα το ιερό μυστήριο πέσαμε πάλι και είμεθα βουτηγμένοι σε αμαρτίες. Πρέπει λοιπόν ν’ απελπισθούμε;

Oχι, όχι! Εάν και χίλιες φορές ν’ αμαρτήσεις και να πέσεις, μή απελπισθείς.

Σήκω πάλι επάνω. 

Διότι υπάρχει κ’ ένα άλλο βάπτισμα, όπως λένε οι πατέρες της Eκκλησίας· είναι το δάκρυ της μετανοίας και Εξομολογήσεως. Tα δάκρυα του Πέτρου, της αμαρτωλής γυναίκας, τα δάκρυα μυριάδων μετανοούντων ανθρώπων…

Πολλά τα δάκρυα στόν κόσμο. Yπάρχει άνθρωπος που δεν έκλαψε; «Kοιλάς κλαυθμώνος» λέγεται η γή (Ψαλμ. 83,6), κοιλάδα δακρύων. Aλλ’ αυτα συνήθως είναι δάκρυα μάταια, άχρηστα. Διότι όσο και να κλάψεις λ.χ. για ένα νεκρό, δε’ μπορείς να τον αναστήσεις.

Yπάρχουν όμως και κάποια άλλα δάκρυα πολύτιμα, δάκρυα σπάνια. Eίναι τα δάκρυα της μετανοίας. Δώστε μου, δώστε μου, αμαρτωλοί, ένα τέτοιο δάκρυ!

Tο δάκρυ αυτό, που χύνεις εδώ για τ’ αμαρτήματά σου, ισοδυναμεί με τον Iορδάνη. Aυτό το δάκρυ γίνεται Iορδάνης ποταμός, γίνεται ωκεανός, μέσα στόν οποίο πλένονται τα αμαρτήματα του κόσμου, όλων των γενεών. Kαι τότε δοξάζεται και υμνείται ο Xριστός εις πάντας τους αιώνας. Aμήν.

† Επίσκοπος Aυγουστίνος

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Έτσι, μ΄ αυτά και με τα άλλα, χάσαμε τον Χριστό από τα Χριστούγεννα !





Τά φετινά Χριστούγεννα για τους περισσότερους ανθρώπους θα εξελιχθούν όπως σχεδόν κάθε χρόνο, σε δυό μέρες αργίας και μια βδομάδα βόλτας και περιεργείας...

Πότε στα Sprider, πότε στά Jumbo, στά Πράκτικερ, στα Άλφα Βήτα, Careffour, ΙΚΕΑ...άντε και στο κέντρο της Πάτρας και στο χιονισμένο χωριό στο λιμάνι πού τελευταία μας προέκυψε…

Χριστούγεννα εδώ, Χριστούγεννα εκεί, άντε Χριστούγεννα και παραπέρα...

Χριστούγεννα των πολυεθνικών, των διαφημίσεων, των ουϊσκυ και των ποτών, της Vodafon, της Cosmote, των κινητών, και των αγορών...

Αναρωτιέμαι όμως !

Χριστούγεννα Ελληνικά και γνήσια των Ορθοδόξων Χριστιανών θα δούμε πουθενά άραγε;

Κάποτε βρε αδερφέ, ακούγαμε και κανένα «Καλά Χριστούγεννα» να λέει ο κόσμος, ή βλέπαμε και ένα ξενόγλωσσο έστω «
Merry Christmas»  στις βιτρίνες….

Τώρα, τίποτα ! 

Άκρα του τάφου σιωπή, γνόφος και άχνα σε όλα…

Να φταίει η Κρίση; 

Να φταίει η ανέχεια; 

Ζήσαμε και μέρες Γερμανικής Κατοχής, ξέρουμε απ΄ αυτές τις αναποδιές της ζωής και της Ιστορίας, και δεν θα τόλεγα…

Αυτό πού συμβαίνει τα τελευταία χρόνια κι΄ έχει σχέσει με τις άχρωμες και ψόφιες μεγάλες γιορτές μας εχει μέσα του και κάποιο θεολογικό παράδοξο !








Κανένας λοιπόν δεν θέλει να πει «καλά Χριστούγεννα» λές και μας κάνει τζίζζζζ… η λέξη « Χριστούγεννα», αλλά μόνο «ΚΑΛΕΣ  ΓΙΟΡΤΕΣ» ακούμε, καί κάτι άχρωμα και άτονα «Χρόνια Πολλά»  πού  βλέπουμε, βασανισμένα κι΄ αυτά, να παραμένουνε σε κάποιες βιτρίνες …


-- Άκου τώρα...νά λέμε « ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ»,  μας έλεγε ο  φίλος ο Θανάσης, καλή του ώρα κι΄ αυτουνού όπου κι΄ αν βρίσκεται!

Φιλόσοφος λαϊκός και «περιωπής» στους αντίστοιχους κύκλους  ο  φίλος ο Θανάσης και με τα όλα του μάλιστα πάνω και στα θεολογικά, και χωρίς να μασάει τα λόγια του διατύπωνε ευθαρσώς τις σκέψεις του ότι «…το φαινόμενο αυτό δεν εξηγείται αλλιώς μια και τα τελευταία χρόνια έχει μπερδικλώσει έτσι τα πράγματα ο διάβολος, μη θέλοντας  ν΄ ακούγεται πουθενά το όνομα του Χριστού κι΄ έχει εφεύρει τά λεγόμενα «Χρόνια Πολλά» και τις «Καλές γιορτές»  πού σαν ψιτακοί και παπαγάλοι κι΄ εμείς οι περισσότεροι  σήμερα παπαγαλίζουμε…

-- Δηλαδή Θανάση μου, να μη λέμε Χρόνια πολλά ; τον ρώτησα μια μέρα λίγο φοβισμένος.

--«Άκου να δείς, μού είπε. Ευχόμαστε ο ένας στον άλλο να ζήσουμε Χρόνια Πολλά;   

Και τι δουλειά έχουν όλες αυτές οί ευχές μέσα στις μεγάλες γιορτές; 

Επιτέλους πές μου, τον Χριστό γιορτάζουμε ή τους εαυτούς μας κι΄ έχουμε διαγράψει εντελώς το όνομά του ! Και είναι αυτά Χριστουγεννιάτικες ευχές; Άντε απ΄ εδώ τώρα..»

«Και θα σού πώ και κάτι άλλα ακόμη», συμπλήρωσε ο φίλος ο Θανάσης.

«…Πράγματι λοιπόν, το τι δουλειά έχουν τά «Χρόνια Πολλά» , με τις γιορτές τών Χριστουγέννων και την Γέννηση του Χριστού,  δεν βρήκα άνθρωπο μέχρι σήμερα σωστά να μού εξηγήσει ! 

Άλλο ζητούμενο και περίεργο αυτό!












Κατέληξα λοιπόν σε κάποιες άλλες προσωπικές σκέψεις…

Μήπως λοιπόν επειδή διώξαμε και «δραπετεύσαμε» τον Χριστό πρώτα πρώτα μέσα από τις καρδιές μας, έφυγε ακολούθως ( και μάλλον τον διώξαμε εμείς ) και από τις γιορτές μας;

Και τι σόϊ Χριστούγεννα κάνουμε αφού εκείνο πού μάς ενδιαφέρει περισσότερο είναι το πώς να βρούμε ένα καλό γαλί, ένα χοιρινό τροφαντό, άντε ίσως καί κανένα κοκόρι !

Και είναι όλα αυτά Χριστούγεννα;

Το σώμα θα το ταϊσουμε, θα το γλεντήσουμε, θα το ευχαριστήσουμε…

Την ψυχή όμως τί θα την ταϊσουμε;

Πώς θα γιορτάσουμε λοιπόν τα Χριστούγεννα ενθυμούμενοι την μέρα πού ο Χριστός γεννήθηκε για να μας σώσει από τις προαιώνιες αμαρτίες μας;

Θα τον γιορτάσουμε τρώγοντας και πίνοντας και αυτό είναι όλο;

Μήπως χθές και προχθές πάλι φαϊ και μάσσα δεν είχαμε;

Θάλεγα λοιπόν, κατέληξε ο Θανάσης,  ότι επειδή μέχρι σήμερα, ζούσαμε κάθε χρόνο τα κοσμικά Χριστούγεννα, τα Χριστούγεννα της Παγκοσμιοποίησης, τα Χριστούγεννα των αγορών, ότι εφέτος, άς ακολουθήσουμε αυτή την μιά και μοναδική ευκαιρία πού έστω και μέσα στις ελλείψεις της μας ταλαιπωρεί, ώστε να αισθανθούμε τα πραγματικά Ορθόδοξα Χριστούγεννα !

Μιά καί γιά τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, μ΄ έναν μυστηριώδη και ακατάληπτο τρόπο ο  Χριστός γεννιέται μέσα στις ψυχές αυτών που τον αγαπάνε…

Γεννιέται  και φέρνει χαρά, φέρνει ευτυχία, φέρνει ελπίδα  και ευλογία, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ανθρώπινη κρίση…

Κι΄ ακόμη, για όσους τιμούν και σέβονται αυτή την Μεγάλη ημέρα των Χριστουγέννων, για όσους προσέρχονται όχι ως εγωϊστές « καβάλλα πάν στην Εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε…», αλλά ως μετανοημένοι αμαρτωλοί και ειλικρινά Εξομολογημένοι καί πάνε να κοινωνήσουν Σώμα και Αίμα Χριστού,  τότε γι΄ αυτούς «βρέχει χάρη» και ευλογία ο Θεός από τους ουρανούς πάνω στις απλές ψυχές τους…

Και γίνεται αυτό επάνω τους αντιληπτό …» όπως μας έλεγαν και οί παλαιοί πού ξέρανε και ζούσανε αυτά τα μυστηριώδη για τον πολύ κόσμο θέματα…

Αυτή λοιπόν τήν επιπρόσθετη της οικονομικής κρίσης ευκαιρία, άς την δούμε με άλλο μάτι ώστε να περάσουμε κάπως κι΄ εμείς σαν τα «Χριστούγεννα στην σπηλιά» του Φώτη Κόντογλου, ή και του κύρ Αλέξανδρου του Παπαδιαμάντη τα ανάλογα πεζογραφήματα…

Και άς ζήσουμε τα φετινά Χριστούγεννα απλά, πνευματικά, ευλογημένα καί ταπεινά όπως ποτέ άλλοτε ίσως δεν τά ζήσαμε…» είπε τελειώνοντας.

Μ΄ έβαλε σε σκέψεις είναι αλήθεια, αυτή η σοβαροφανής κατά τα άλλα θεωρία του Θανάση, οπότε και δικαίως αναρωττήθηκα:

«Ρέ μπάς και έχει δίκιο ο Θάνος;»

Άς δούμε όμως και κάτι σχετικό ακόμη…

  «Χριστούγεννα στη σπηλιά»
==========================


Παραμονές Χριστουγέννων του 19…

Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δέν έριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές.
Καμιά βδομάδα ο καιρός καλοσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωΐ ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κ' έπιασε κ' έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο.

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόβατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ' έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].





 

Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. 

Μεγάλη σπηλιά, με τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ' εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.

Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού.

Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ' οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!

Είχε και δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί νά 'ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια και πού να βλέπανε κανέναν άνθρωπο.

Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. 

 Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ' ήτανε λημέρι των ληστών. Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.

Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα - νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. 

Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι.

Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ' επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ' ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.

Θά 'τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θά 'τανε τίποτα κυνηγοί. το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάϊδαρο, είπε πως το πρωΐ είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.

Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυό άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους.

Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια πού 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει.
Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά.

«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.

Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γυιός του ο Δημητρός.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ' η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»
Τους πήγανε στη σπηλιά.
 
«Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.

Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.


«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να τό 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια - Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι.

Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ' επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε νά 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας... Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι!

Μπρε, μπρε, μπρε! το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!»
Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ' έτρεμε σαν θερμιασμένο.

«Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!»
Μα ο Φλοξ από την τρομάρα του τρύπωνε πιό βαθιά.


Άμα ήπιανε δυό-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο!

Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυό καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.

Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ' έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ' είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. οι άλλοι δυό ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.

Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.

Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κ' ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κ' ήτανε από τη Θεσσαλία.

Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι.

Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.

Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ' επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ' - Απόστολο με τον μούτσο.


Σάν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.

«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο...», φτάξατε κ' εσείς οι μάγοι με τα δώρα!

Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»!

Χα! Χα! Χα!» - γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάϊδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε και καλοφαγάς.

Στο μεταξύ ο πάτερ - Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ' είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του:

«Δόξα σοι ο θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ' έκανε τον σταυρό του.

Ο πάτερ - Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ' είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κ' ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε:
 
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων.

Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.»

Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. 

Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.

Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κ' η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. 

Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κ' ύστερα ξυπνούσε κ' έψελνε μαζί με τη συνοδεία.

Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. 

Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».

Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου
»

 

 

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Πυρηνική απειλή: Ο πλανήτης κρατά την ανάσα του, αλλά από μετάνοια στην Ελλάδα τίποτα !

 

 kontoglou fotis

 

Τα αγωνιώδη λόγια του Φώτη Κόντογλου για το πυρηνικό ολοκαύτωμα που αποφεύχθηκε το 1962, μοιάζουν σήμερα άκρως επίκαιρα

 ( σς. Μέχρι τις 20 Ιανουαρίου επικίνδυνος για Γ΄ Παγκόσμιο πόλεμο ο χρόνος πού διανύουμε !)

 

 Ορθόδοξο  ΒΗΜΑ…  

 

γράφει ο Ελευθέριος Ανδρώνης

  "Με τους Δημοκρατικούς του ανοϊκού Τζο Μπάιντεν να θέλουν να σύρουν την υφήλιο σε ολοκαύτωμα και τη Ρωσία να επικαιροποιεί το πυρηνικό της δόγμα, ο πυρηνικός όλεθρος μοιάζει πιο εγγύς από ποτέ.

Ο κόσμος παρακολουθεί μουδιασμένος τις εξελίξεις, αρκούμενος μόνο στο να ξορκίζει τη σκέψη της καταστροφής, ελπίζοντας ότι θα επικρατήσει η λογική. Λες και σε όλους τους μεγάλους πολέμους που αιματοκύλησαν το ανθρώπινο γένος επικράτησε η λογική, για να επικρατήσει σήμερα, που μάλιστα είναι και πιο δυσεύρετη από ποτέ.

Πολλοί αναλυτές σημείωσαν ότι μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, υπήρξε μόνο μια κρίση τόσο σοβαρή όσο αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα μεταξύ Δύσης και Ρωσίας. Η κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, υπήρξε η πιο επικίνδυνη φάση της ιστορίας όπου οι δύο υπερδυνάμεις του Ψυχρού πολέμου έφτασαν στο χείλος μιας πυρηνικής αποκάλυψης.

Ήταν τότε που οι Σοβιετικοί εγκατέστησαν κρυφά πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς στην Κούβα, αποκτώντας τη δυνατότητα να καταφέρουν πυρηνικό πλήγμα σε ένα τεράστιο τμήμα των ΗΠΑ. Εκείνη η κρίση είχε προκαλέσει μεγάλη παγκόσμια ανησυχία και κορυφώθηκε μέσα σε δεκατρείς ημέρες, όταν ο σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ συμφώνησε τελικά να αποσύρει τους πυραύλους.

Ένας από εκείνους που βίωσαν στο πετσί τους την κρίση των πυραύλων της Κούβας, ήταν ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους, Φώτης Κόντογλου, ο οποίος μάλιστα έγραψε και ένα συγκλονιστικό κείμενο όπου εξέφραζε τον αποτροπιασμό του για το κατάντημα των εθνών.

«Φτάσαμε στην παραζάλη να κρέμεται από μια κλωστή η ανθρωπότητα»

Ας δούμε κάποια αποσπάσματα για το τι έγραφε ο μεγάλος κυρ Φώτης Κόντογλου για εκείνη την κρίση, ώστε να τα συγκρίνουμε με τη σημερινή και να καταλάβουμε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Τα λόγια του αποδεικνύονται επίκαιρα σαν να γράφτηκαν σήμερα, Τετάρτη 20 Νοεμβρίου του 2024.

«Ο Άδης έχει ανοιχτό το στόμα του, έτοιμος να μας καταπιεί. Ας μας γλυτώσει λοιπόν η επιστήμη μας, η σοφία μας, η φιλοσοφία μας, η τέχνη μας, τα πανεπιστήμιά μας, τα εργαστήριά μας, που μέσα σ’ αυτά σκαλίζαμε μέρα – νύχτα για να βρούμε τον διάβολο, ως που τον βρήκαμε, και νάτος, έχει σκεπάσει με τα μελανά φτερά του την οικουμένη…]

[…Περάσαμε πολλούς πολέμους, είδαμε μεγάλες καταστροφές, μα δεν μετανοήσαμε. Αντί να μετανοήσουμε, εμείς αποκτηνωθήκαμε, γινήκαμε ζώα, κυλιόμαστε μέσα στη βρώμα. Ήρθε ο μεγάλος πόλεμος (σ.σ. ο Δεύτερος Παγκόσμιος), ξερίζωσε τους μισούς από μας, κι όσοι απομείνανε ήτανε σαν πεθαμένοι. Ύστερα πέσανε αρρώστιες, πείνες. Εμείς όμως πηγαίναμε στα χειρότερα. Καταντήσαμε χοίροι σιχαμεροί, δοσμένοι στις πιο βρώμικες ηδονές, αδιάντροποι, πλεονέχτες, θεομίσητοι, άσπλαχνοι, τρελοί για τα λεφτά, γεμάτοι αλαζονεία για την επιστήμη μας, ως που φτάξαμε στη σημερινή παραζάλη και κρέμεται από μια κλωστή όλη η προκομμένη ανθρωπότητα…]

[…Μα εμείς μαθές δεν είμαστε, που ως εχτές καυχιόμαστε γι’ αυτόν τον τραγέλαφο, εμείς δεν φωνάζαμε μέρα – νύχτα πώς ‘’τα καταπληκτικά επιτεύγματα της επιστήμης θα λύσουν όλα τα προβλήματά μας’’ και πώς θα μας κάνουνε να ζούμε 200 και 500 χρόνια, να πετούμε στα άστρα, να θρεφόμαστε μ’ ένα χάπι, να δουλεύουνε για μας οι μηχανές κι εμείς να καθόμαστε, μ’ έναν λόγο να μην έχουμε ανάγκη τον γέρο – Θεό…]

[… Τώρα που έφταξε ο κόμπος στο χτένι, μυξοκλαίμε, ή κάνουμε τον κοριό, λέγοντας πώς δεν είναι τίποτα και θα περάσει, δίνοντας στον εαυτό μας παρηγοριά, ως που να γίνουμε σκόνη της σκόνης;…][…Ναι, μονάχα όποιος δεν έχει ξεχάσει τον Θεό πριν να έρθει η φοβέρα της οργής του, και ζούσε με την αγάπη σ’ Εκείνον, μονάχα αυτός δεν φοβάται σε τούτες τις ώρες της απελπισίας. Αυτός δεν κλαίγει, αλλά παρακαλεί τον Κύριο να λυπηθεί τον κόσμο…]

[…Αλλά, κι αν και τούτη τη φορά λυπηθεί ο Θεός τον κόσμο και δεν χαθούμε από προσώπου της γης, πάλι εμείς θα επιδοθούμε στα κακά θελήματά μας, όπως πριν, ίσως και περισσότερο. Και η οργή του θα πλανιέται πάλι αποπάνω μας, η μεγάλη μάχαιρα θα κρέμεται απάνω από τα κεφάλια μας. Εμείς όμως οι θεόστραβοι δεν θα τη βλέπουμε, αλλά θα κοιτάζουμε με τα τηλεσκόπια τους πυραύλους και θα καμαρώνουμε, ως που να πέσει μια και καλή το ρόπαλο απάνω στο κλούβιο κεφάλι μας…»

Ο Θεός στην άκρη, μέχρι πάλι να τον χρειαστούμε!  

Τι από όλα αυτά που καταθέτει με πικρία ψυχής ο αείμνηστος Κόντογλου, δεν έχει αντίκρισμα στην εποχή μας; Θα έλεγε κανείς ότι βρίσκουν ακόμα περισσότερη εφαρμογή στον σημερινό μας κόσμο που είναι πολύ πιο διαταραγμένος από την εποχή του Κόντογλου. Το απόσταγμα όλης της «προόδου» του ανθρώπου τον μετέτρεψε σε ένα πολεμοχαρές θηρίο. Κράτος εναντίον κράτους, μεγιστάνας εναντίον μεγιστάνα, συμφέρον εναντίον συμφέροντος, ιδεολογία εναντίον ιδεολογίας, ατζέντα εναντίον ατζέντας και πολίτης εναντίον πολίτη.

Κι αν κάποτε για τέτοιες κρίσεις έβλεπες θηριώδεις διαδηλώσεις υπέρ της ειρήνης, σήμερα οι άνθρωποι παρακολουθούν παθητικά τις εξελίξεις σαν να βλέπουν reality που ελπίζουν να έχει happy ending.

Φουντώνει η συζήτηση περί φυλλαδίων με οδηγίες επιβίωσης που μοιράζουν στο εξωτερικό και περί καταφυγίων. Καλά όλα αυτά, αλλά εδώ στην πατρίδα μας, στο ισχυρότερο καταφύγιο που λέγεται Εκκλησία, δεν λένε να συρρεύσουν οι Έλληνες. Από Κυριακή σε Κυριακή, δεν βλέπεις ούτε 10 ανθρώπους παραπάνω αυτές τις μέρες. Δε νοιώθουμε ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Θεό να κλείσει την πόρτα του φρενοκομείου. Τα «καταφέρνουμε» μόνοι μας. Νομίζουμε ότι τα πάντα περνούν απ’ το χέρι της πολιτικής και των ηγετών.

«Θα πρυτανεύσει η λογική» λένε οι αναλυτές. Δεν συμφέρει τον τάδε να κάνει αυτό, δεν συμφέρει τον δείνα να κάνει εκείνο. Αυτά λένε και καθησυχάζουν τα πρεζάκια καταναλωτισμού που έχουμε καταντήσει. Λόγια που ειπώθηκαν ακριβώς ίδια πριν τον Δεύτερο και τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.

Κάνε λίγο scrolling, δες καμιά αστεία ανάρτηση, ανέβασε κάνα story, δες κανένα πολιτικό ξεμάλλιασμα, χάζεψε κανένα σίριαλ, παίξε κανένα παιχνίδι στο Playstation, παράγγειλε κι εκείνο το ζευγάρι παπούτσια που μάζευες λεφτά να πάρεις. Πείσε καθημερινά τον εαυτό σου ότι η ζωή συνεχίζεται απαράλλαχτη, και ας κινδυνεύουμε να γίνουμε «σκόνη της σκόνης».

Και ο Θεός στην άκρη. Του λέμε κάτσε εκεί μέχρι να μας ξυπνήσει το «ρόπαλο στο κεφάλι». Θα τον φωνάξουμε όταν μας χτυπήσει την πόρτα ο θάνατος. Μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο όμως, να μη χαλάσει την απατηλή ρουτίνα μας.

Μη χαλάσει η συνταγή του ύπνου του πνευματικού, που ΚΑΙ ΔΕΝ χρειαζόμαστε τον Θεό ΚΑΙ μένουμε αμετανόητοι ΚΑΙ θέλουμε να μας πηγαίνουν όλα πρίμα. Δεν βαριέσαι, αν είναι να κρατήσουμε τα πάθη μας ας ζούμε και με πυρηνικό τρόμο.

Πριν πατήσει το κόκκινο κουμπί κάποιος ηγέτης, το πατάμε εμείς που με την απιστία μας βομβαρδίζουμε όλα τα δικαιώματα του Θεού να φέρει ειρήνη στον κόσμο. Κι έτσι πρώτοι εμείς τα κάνουμε όλα λίμπα και όλα στάχτη. Νομίζουμε ότι θα επικρατήσει ειρήνη, αγνοώντας επιδεικτικά τον ειρηνοποιό Χριστό. Και ενώ η ανθρωπότητα έχει πέσει πολλές φορές σε αυτό το βάραθρο, σκύβουμε ξανά στην άκρη του και περιμένουμε ότι θα πιαστούμε απ’ τα μαλλιά μας.

Πόσοι από εμάς στοκάρουμε τις πνευματικές αποθήκες μας με εφόδια για όλα τα δύσκολα που έρχονται; Είναι πολύ αμφίβολο αν στα χέρια του Θεού έφτασαν περισσότερες εξομολογήσεις, περισσότερες προσευχές, περισσότερες παρακλήσεις.

Περιμένουμε πρώτα να χτυπήσει το ρολόι της ιστορίας την ώρα της καταστροφής; Ή νομίζουμε ότι με τη μετάνοια του «και πέντε», θα βρούμε παρηγοριά στον τρόμο; Μα αν δεν έχουμε δουλέψει την ψυχή μας, οι άμυνες δεν χτίζονται αμέσως.

Γίναμε χριστιανοί κακομαθημένοι και αφιλότιμοι. Τεμπελιάζουμε στην καταναλωτική νιρβάνα μας και ποντάρουμε μέχρι τέλους στην ευσπλαχνία του Θεού. Οπωσδήποτε δεν αξίζουμε την ειρήνη, αλλά οτιδήποτε γλιτώσουμε το χρωστάμε σε εκείνες τις αγιασμένες ψυχούλες που δέονται για εμάς. Εκείνες που πέρασαν και εκείνες που στέκονται τώρα αφανείς στην πρώτη γραμμή του πνευματικού πολέμου. Οι υπόλοιποι, κοιμόμαστε με τα τσαρούχια…

(Τα αποσπάσματα από το κείμενο του Φώτη Κόντογλου, προέρχονται από το βιβλίο «Μυστικά Άνθη» των εκδόσεων «Παπαδημητρίου»)

sportime.gr