Η προφητεία τού άγνωσττου ασκητή πού συνομίλησε τότε με τον Άγιο Νεκτάριο είναι σαφής καί αφορά την εποχή μας!
Τά αποτελέσματα δυστυχώς τα βλέπουμε σήμερα καί μάλιστα καθημερινά πρός το χειρότερο:
«…Τέλος
τα βασίλεια ! Πόλεμοι, ανησυχίες, σφαγές, καταστροφές, καί κυρίαρχος ο φόβος ! »
Μια προφητική περιγραφή από ένα προσκύνημα του Αγίου Νεκταρίου στο Άγιο Όρος…
Θα μιλήσουμε λοιπόν για μία επίσκεψη που έκανε ο Άγιος στα Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, στο Ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην λεγόμενη Ακροτοπιά, που όπως λένε ψέλνουν αγγελικά. Ήταν βέβαια μία ταλαιπωρία, για να φθάσει ίσαμε εκεί ο Άγιος... Αλλά υπερνικήθηκε από την αγάπη που ένοιωθε, ο τότε απλός Νεκτάριος, για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Στα
Κατουνάκια οι περίφημοι ζωγράφοι Δανιηλαίοι από αδελφό σε αδελφό φύλαγαν το
θησαυρό του αρχαίου μέλους, ισοκρατούσαν την υμνολογία χρωματίζοντας τον λόγο σαν άγγελοι. Στο Ησυχαστήριό τους,
περίφημο για την Αβραμιαία φιλοξενία του, μόναζαν και τότε κάπου 12 αδελφοί, οι οποίοι ζούσαν μεταξύ τους με άκρα
υπακοή, απλότητα και αγάπη. Εκτελούσαν τις ιερές ακολουθίες με τέτοια κατάνυξη,
που ο επισκέπτης λησμονούσε τα πάντα, ξέφευγε από τη χωμάτινη ουσία του και
επιθυμούσε να μη σαλέψει ποτέ από εκεί…
Κάπου δέκα λεπτά της ώρας πορεία, κάτω από το Ησυχαστήριό τους, ήταν τά φρικτά Καρούλια, ένας απόκρημνος βράχος πάνω από 100 μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις ακριές του βρεχόταν από το μανιασμένο κύμα της ακρογιαλιάς.
Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή
του Αγίου Νεκταρίου, δεν ήξεραν κάν ποιός είναι. Κάπου δέκα λεπτά της ώρας πορεία, κάτω από το Ησυχαστήριό τους, ήταν τά φρικτά Καρούλια, ένας απόκρημνος βράχος πάνω από 100 μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις ακριές του βρεχόταν από το μανιασμένο κύμα της ακρογιαλιάς.
Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλαιά ράσα που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου Σχολής πού ήταν Διευθυντής, και με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες.
Είπε μόνο πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα…
Τον
υποδέχθηκαν όπως πάντα με εγκαρδιότητα,
με Αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον κέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια
με αγριόμελο, ευχαριστήθηκαν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους να παρακολουθήσει
τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά
τα λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν ακτίνες «Θείου Φωτός!» .
Όπου καθώς σε μιά στιγμή ύστερα από τις πρώτες περιποιήσεις σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, τον πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς το φοβερό βράχο στα Καρούλια, συναπαντούν έναν άγνωστο «περίεργο» ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…
Όπου καθώς σε μιά στιγμή ύστερα από τις πρώτες περιποιήσεις σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, τον πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς το φοβερό βράχο στα Καρούλια, συναπαντούν έναν άγνωστο «περίεργο» ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…
--- Ευλογείτε…
ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι απόμεινε εκστατικός.
--- Ο
Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ πού
συνόδευε τον απλό Νεκτάριο.
--- Πώς
προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον πρό πολλού καιρού ενταχθέντα
μεταξύ των Αγίων Ιεραρχών;
Σαν
να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κοιτάζει σαν χαμένος. Εκείνος
κοίταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε
λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, έναν ασκητή ευλογημένο με προορατικό
χάρισμα; Άθελά του δάκρυσε ο Νεκτάριος.
--- Υπερευλογημένο
το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετε όμως κάτι δια τον ταπεινόν δούλον του.
Παρακαλώ… παρακαλώ, δεχθείτε… τον ασπασμόν μου.
Παρακαλώ… παρακαλώ, δεχθείτε… τον ασπασμόν μου.
Καί πλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι
του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχτηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη, βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
Εκείνος τραβήχτηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη, βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
--- Χθες
οι δαίμονες φρύαξαν… ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μεταβλήθηκαν σε σμήνος
μεγάλων κωνώπων, με κτυπούσαν και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον.
Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν
«Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού» εξαφανίσθηκαν.
--- Διατί
( όλα αυτά );
--- Διότι
θα μου εδίδετο η ευκαιρία σήμερα να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτη των ( δαιμόνων ).
Τί νέα από τον κόσμο;
--- Τι
νέα… Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και…
--- Καταλαμβάνω,
συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία…
Ακολούθησε
σιγή.
Στο
μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη,
που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώσει την
παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
--- Σας
αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιότατε, έπιασε να λέει ο ασκητής.
Νοσταλγείτε
την μόνωση. Αλλ’ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαό,
εφόσον υπολογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας… Θάρθει
και η μόνωσις.
Τον κοίταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε ο Νεκτάριος.
Τον κοίταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε ο Νεκτάριος.
--- Τί
φρονείτε δια τον 20στόν αιώνα που έρχεται; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
--- «…Τέλος
τα βασίλεια ! Πόλεμοι, ανησυχίες, σφαγές, καταστροφές, κυρίαρχος ο φόβος ! »
--- Ο
φόβος… επανέλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν
είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρείς για το φοβερό βράχο στα Καρούλια…»
Πηγές : «Αγιορείτικο Βήμα» -- περιοδικό
«ΠΡΩΤΑΤΟΝ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου