
Αναμνήσεις τού Γέροντα Συμεών Αγιορείτη, Ξενοφωντινού (1893-1984)
--- Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν 55-60 ἐτῶν, εἶχα μία μεγάλη
ἀπορία.
῎Ηθελα νά μάθω πῶς εἶναι ὁ Χριστός. Προσεύχομαι συνεχῶς, ἀλλά ποτέ δέν τόν εἶδα μέ τά μάτια μου πῶς εἶναι. Εἶναι ἄραγε, ἄνθρωπος ὅμοιος μέ ἐμένα;
῎Ετσι συχνά ρωτοῦσα τόν Χριστό μέ τόν λογισμό μου:
῎Ηθελα νά μάθω πῶς εἶναι ὁ Χριστός. Προσεύχομαι συνεχῶς, ἀλλά ποτέ δέν τόν εἶδα μέ τά μάτια μου πῶς εἶναι. Εἶναι ἄραγε, ἄνθρωπος ὅμοιος μέ ἐμένα;
῎Ετσι συχνά ρωτοῦσα τόν Χριστό μέ τόν λογισμό μου:
---«Πῶς εἶσαι Χριστέ μου; ῎Εχεις στόμα, χέρια,
μάτια, πόδια; Περπατᾶς ὅπως ἐμεῖς; Τώρα ποῦ βρίσκεσαι καί ἀπό ποῦ ἔρχεσαι ὅταν
σέ καλῶ στήν προσευχή μου; Πῶς εἶσαι ἐδῶ καί συγχρόνως βρίσκεσαι καί στούς Οὐρανούς;
῾Οπότε, μία νύκτα, πρίν κτυπήσῃ
ἡ καμπάνα γιά τήν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τοῦ ῎Ορθρου καί τῆς Θείας
Λειτουργίας, ἄκουσα στήν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ μου δύο-τρεῖς κτύπους. Σηκώθηκα, ἄνοιξα,
καί τί βλέπω μπροστά μου;
῏Ηταν ἕνας Ἀρχιερέας, νέος στήν ἡλικία, μαυρογένειος,
ντυμένος τά χρυσοποίκιλτα Αρχιερατικά του ἄμφια. Τό πρόσωπό του ἦταν λουσμένο μέσα
σ᾿ ἕνα ὑπερκόσμιο καί ὑπερφυσικό φῶς.
῞Οταν Τόν εἶδα, (τότε δέν εἶχα ακόμη χάσει τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου), θαμπώθηκα ἀπό τήν λάμψη του. ῎Εκανα δύο τρία βήματα πρός τά πίσω φοβούμενος, καί ψιθύρισα τό «Κύριε ἐλέησον». ῎Εκανα ἐναγωνίως τόν σταυρό μου καί τόν ἐρώτησα διστακτικά:
῞Οταν Τόν εἶδα, (τότε δέν εἶχα ακόμη χάσει τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου), θαμπώθηκα ἀπό τήν λάμψη του. ῎Εκανα δύο τρία βήματα πρός τά πίσω φοβούμενος, καί ψιθύρισα τό «Κύριε ἐλέησον». ῎Εκανα ἐναγωνίως τόν σταυρό μου καί τόν ἐρώτησα διστακτικά:
--- Ποῖος
εἶσαι, Ἄνθρωπέ μου; Πῶς ἦλθες τέτοια ὥρα στό κελλί μου; Δέν μοιάζεις γιά ἁπλός ἄνθρωπος.
Κάποιος ῞Αγιος Δεσπότης θά εἶσαι. Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;
--- Ἐγώ εἶμαι Ἐκεῖνος πού ἐπιθυμοῦσες νά γνωρίσῃς, μού είπε.
Θά σέ ἐπισκεφθῶ γιά δεύτερη καί τελευταία φορά στό τέλος τῆς ζωῆς σου γιά νά σέ πάρω κοντά μου...